Ο Ελληνικός κόσμος μετά την πτώση του Βυζαντίου στους Οθωμανούς – Τούρκους (1453), διάσπαρτος σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο, στη Μικρά Ασία και στη Μαύρη Θάλασσα, μπήκε σε μια περίοδο υποδούλωσης.
Κατά την περίοδο αυτή, δεν υπήρχε φυσικά οργανωμένη παιδεία ούτε βέβαια και αθλητικοί αγώνες όπως στην αρχαιότητα.
Την εποχή αυτή η όποια ψυχαγωγία των Ελλήνων περιλάμβανε γλέντια και πανηγύρια. Αφορμές ήταν οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και του Προφήτη Ηλεία, γάμοι και αρραβώνες. Ξακουστά πανηγύρια γίνονταν στην Αρναία της Χαλκιδικής, στην Αγιά της Θεσσαλίας, της Αράχοβας στην Στερεά Ελλάδα, του Δήμου Λετρίνων στην Πελοπόννησο κ.α.
Στα πανηγύρια οργανώνονταν πολλές φορές και λαϊκοί αγώνες. Συνήθως περιλάμβαναν από μαχητικές τέχνες την πάλη, αλλά και δρόμους, άλματα, ρίψη λιθαριού, ακοντισμό σε στόχο κ.α. Υπήρχε και ένα είδος πένταθλου. Σε άλλες περιόδους οι νέοι αγωνίζονταν στην ιππασία και την σπαθασκία. Όσον αφορά την πάλη, οι άγραφοι κανονισμοί αναδείκνυαν νικητή όποιον έκανε τον αντίπαλό του να παραδοθεί με ένα γερό πιάσιμο (λαβή) ή όποιον κατόρθωνε να ακουμπήσει την πλάτη του αντιπάλου στο χώμα.
Εκτός από τον απλό κόσμο, η σωματική άσκηση γενικότερα ήταν μέρος και της στρατιωτικής ζωής των κλεφταρματολών. Μέσα στα βουνά προσαρμόστηκαν στις σκληρές συνθήκες του διαρκούς αγώνα επιβίωσης. Αυτός ο τρόπος ζωής απαιτούσε καλή φυσική κατάσταση, ετοιμότητα, θέληση, αυτοπειθαρχία και αυταπάρνηση. Για να διαθέτουν αυτές τις ικανότητες ασκούνταν συνεχώς. Ο Γάλλος φιλόλογος Fauriel, φιλέλληνας και θαυμαστής των κλεφτών, αναφέρει σημαντικά στοιχεία για τις πολεμικές ασκήσεις τους και περιγράφει τις σπάνιες ικανότητές τους στο σημάδι με το όπλο, στο δρόμο, στο ρίξιμο του λιθαριού και στην αντοχή τους στον πόνο. Η ικανότητά τους να ρίχνουν μακρυά το λιθάρι αλλά και να σηκώνουν έναν υπερβολικά βαρύ λίθο, ένα είδος άρσης βαρών, αποτελούσε απόδειξη δύναμης και αντρειοσύνης, όπως ακριβώς και στην αρχαιότητα. Η πάλη και η σπαθασκία ήταν από τα συνηθισμένα πεδία συναγωνισμού.
Υπάρχουν όμως και καταγραφές παγκρατιαστών μέχρι και τα Βυζαντινά χρόνια, σε όλες τις μεσογειακές χώρες, τον Πόντο και τη Μέση Ανατολή. Στα μέσα Βυζαντινά χρόνια η τέχνη χάνεται από το προσκήνιο, αν και υπάρχουν αναφορές μεμονωμένων παγκρατιαστών που συνέχιζαν, παρά την απαγόρευση, να ασκούν το άθλημα.
Εξαιρετικά σημαντική είναι η πληροφορία που μας παρέχει ο Ρήγας Φεραίος (1757-1798) στο θεατρικό έργο του Ιταλού Αβά Μεταστάσιο “Τα Ολύμπια”, το οποίο μετέφρασε στα Ελληνικά. Στα προλεγόμενα του έργου, ο Ρήγας μας δίνει την πληροφορία ότι το Παγκράτιον μαζί με τα άλλα αρχαιοελληνικά αγωνίσματα υπάρχει, «…μέχρι της σήμερον εις την Θεσσαλίαν αλλά και εις όλην την Ελλάδαν…».
Βλέπουμε λοιπόν ότι από τις τρείς Ελληνικές Πολεμικές Τέχνες, Πάλη, Πυγμή (πυγμαχία) και Παγκράτιο, υπάρχουν σαφείς αναφορές για την παρουσία των δύο, την πάλη και το παγκράτιο. Προσαρμοσμένες στις συνθήκες της εποχής, της συνεχούς μάχης, είτε για ψυχαγωγία είτε για πολεμική εξάσκηση, οι τέχνες αυτές υπήρξαν και συνέχισαν να λειτουργούν.
Αν θέλαμε να δούμε την μεγάλη εικόνα, θα βλέπαμε ότι πέρασαν μια περίοδο 400 ετών λειτουργίας σε ακραία δύσκολες συνθήκες, αλλά επιβίωσαν και συνέχισαν μέχρι τις μέρες μας.
Μία ιστορία χιλιάδων ετών δεν μπορεί να την εμποδίσουν μερικοί αιώνες.